Το Δώρο του Πάσχα αποτελεί σήμερα ένα σημαντικό χρηματικό βοήθημα για τους εργαζομένους, ενισχύοντας την αγοραστική τους δύναμη κατά την εορταστική περίοδο. Η ιστορία του θεσμού αυτού στην Ελλάδα ξεκινά από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, με την πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά να χρονολογείται την 1η Απριλίου 1822.

Η Πρώτη Αναφορά το 1822

Στις αρχές του 19ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, οι εργάτες του Τυπογραφείου της Διοίκησης, που αντιστοιχεί στη σημερινή Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες ενόψει των εορτών του Πάσχα. Σε έγγραφό τους προς το Μινιστέριο (Υπουργείο) της Οικονομίας, με ημερομηνία 1η Απριλίου 1822, ζήτησαν οικονομική ενίσχυση για να καλύψουν βασικές ανάγκες, όπως η αγορά παπουτσιών και ρούχων. Το αίτημα υπέγραψε ο αρχιτυπογράφος Κωνσταντίνος Τόμπρας. ​

«Επειδή και κατ’ αυτάς έφτασαν αι του Πάσχα εορτάσιμοι ημέραι και θέλομεν ν’ αγοράσωμεν άλλος παπούτσια, άλλος τζουράπια και άλλος άλλο τι, διά τούτο παρακαλούμεν το Μινιστέριον να μας δώση ολίγα γρόσια διά ν’ απεράσωμεν ταύτας τας εορτασίμους ημέρας, αναπληρούντες τας χρείας μας».

Εξέλιξη του Θεσμού

Μετά την απελευθέρωση και κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι εργοδότες άρχισαν να προσφέρουν δώρα σε είδος ή χρήμα στους υπαλλήλους τους κατά τις εορτές του Πάσχα. Το 1925, οι συνδικαλιστές διατύπωσαν για πρώτη φορά το αίτημα για 13ο μισθό, ενώ το 1927, οι δημόσιοι υπάλληλοι απήργησαν ζητώντας την καταβολή ενός ολόκληρου μισθού για τα Χριστούγεννα. ​

Νομοθετική Καθιέρωση

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με αναγκαστικούς νόμους του 1944 και 1946, καθιερώθηκαν οι “έκτακτες ενισχύσεις” για τις εορτές, οι οποίες ενσωματώθηκαν στους μισθούς. Οι νόμοι 1777 και 1901 του 1951 επικύρωσαν αυτές τις ρυθμίσεις, δίνοντας τη δυνατότητα στους Υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας να καθορίζουν οικονομικές ενισχύσεις κατά τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. ​

Σύγχρονη Εποχή

Το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε έως το 1980, οπότε με τον νόμο 1082 ρυθμίστηκε οριστικά το ύψος και ο χρόνος καταβολής των δώρων εορτών και αδείας, μετονομάζοντάς τα σε επιδόματα. Το 1992, με τον νόμο 2084 (“νόμος Σιούφα”), το επίδομα του Πάσχα, όπως και τα επιδόματα Χριστουγέννων και αδείας, άρχισε να μην υπολογίζεται στις συντάξεις του ΙΚΑ. ​

Συνολικά, η πορεία του Δώρου του Πάσχα αντικατοπτρίζει τις κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις της Ελλάδας, από την εποχή της Επανάστασης έως σήμερα, υπογραμμίζοντας τη σημασία της κρατικής μέριμνας για την οικονομική ενίσχυση των εργαζομένων κατά τις εορταστικές περιόδους.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *