Μια ξεχωριστή μορφή του ελληνικού κινηματογράφου

Η Τζόλυ Γαρμπή, μια από τις πλέον χαρακτηριστικές μορφές της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της με την ιδιαίτερη φωνή, την εκφραστική της παρουσία και τη σταθερή πορεία της μέσα σε δεκαετίες καλλιτεχνικής προσφοράς. Με πραγματικό όνομα Ιουλία Γαρμπή, γεννήθηκε το 1913 στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής, από Έλληνες μετανάστες καταγωγής από την Κεφαλονιά. Τα πρώτα της χρόνια τα έζησε εκεί, όμως στην εφηβεία της η οικογένεια επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου άρχισε να διαμορφώνεται και το όνειρό της για το θέατρο.

Από νωρίς έδειξε κλίση στις τέχνες και στα 21 της αποφάσισε να σπουδάσει υποκριτική, φοιτώντας στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε πιάνο και τραγούδι στο Ωδείο Αθηνών. Το πάθος της για μάθηση και τελειοποίηση την οδήγησε, λίγο πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο Παρίσι, προκειμένου να συνεχίσει τις σπουδές της. Όμως, η εισβολή των ναζιστικών δυνάμεων την ανάγκασε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου βρέθηκε στη δίνη των ιστορικών εξελίξεων.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου προσέφερε τις υπηρεσίες της ως εθελόντρια νοσοκόμα στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και αργότερα συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση, δείχνοντας πως η προσωπικότητά της δεν περιοριζόταν μόνο στη σκηνή, αλλά και στην προσφορά προς την πατρίδα.

Η πρώτη της επαφή με τον κινηματογράφο έγινε το 1932, όταν ακόμα ήταν μαθήτρια στη Δραματική Σχολή, μέσα από τη βουβή ταινία «Κοινωνική Σαπίλα». Ωστόσο, η ευρύτερη αναγνώριση ήρθε αρκετά αργότερα, το 1953, με τη συμμετοχή της στην ταινία «Ο δρόμος με τις ακακίες». Από τότε και κυρίως τη δεκαετία του ’60, συμμετείχε σε πλήθος ταινιών που έμειναν ανεξίτηλες στη συλλογική μνήμη, όπως «Η νεράιδα και το παλικάρι», «Η σωφερίνα», «Χτυποκάρδια στο θρανίο», «Οι Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» και άλλες.

Οι ρόλοι της ήταν συχνά αυτοί της ώριμης γυναίκας – της μητέρας, της θείας, της σοβαρής και αυστηρής φιγούρας. Αυτό δεν εμπόδισε την Τζόλυ να διατηρεί την κομψότητά της και να προσπαθεί να μένει πάντα νέα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, έκανε μικρές επεμβάσεις και λίφτινγκ, κάτι που δεν ήταν καλοδεχούμενο εκείνη την εποχή – και ειδικά στον συντηρητικό χώρο του θεάτρου. Η ηθοποιός Σαπφώ Νοταρά φέρεται να έχει εκφράσει έντονα την αντίθεσή της με αυτή την πρακτική, επικρίνοντας την Τζόλυ Γαρμπή ότι «έκανε τη νέα».

Η ίδια όμως φαίνεται πως ποτέ δεν έχασε την αξιοπρέπειά της και έμεινε πιστή στο επάγγελμά της μέχρι τέλους, παίζοντας πάντα με συνέπεια και σοβαρότητα. Πέρα από το ταλέντο της, ήταν αξιοπρόσεκτη για τα μεγάλα γαλανά μάτια και τη χαρακτηριστική βραχνή φωνή της – στοιχεία που τη διαφοροποιούσαν και την έκαναν αμέσως αναγνωρίσιμη.

Σε προσωπικό επίπεδο, παντρεύτηκε σε ώριμη ηλικία τον ηθοποιό Θόδωρο Μαυρίδη, με τον οποίο έζησαν μαζί τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής τους. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά, αλλά είχαν μια ήσυχη και αγαπημένη ζωή, κυρίως στο εξοχικό τους στο Μάτι, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, η Τζόλυ Γαρμπή αποσύρθηκε σταδιακά από τη δημόσια ζωή και πέθανε σε οίκο ευγηρίας, όπου είχε τη φροντίδα που χρειαζόταν. Η είδηση του θανάτου της έγινε γνωστή περίπου δέκα ημέρες μετά. Έναν χρόνο αργότερα, έφυγε από τη ζωή και ο σύζυγός της, σε ηλικία 100 ετών, ολοκληρώνοντας μια ήσυχη αλλά μακρά κοινή πορεία.

Η Τζόλυ Γαρμπή αποτελεί μια μορφή που αξίζει να θυμόμαστε όχι μόνο για την καλλιτεχνική της συνεισφορά, αλλά και για το ήθος, την αξιοπρέπεια και την αποφασιστικότητά της. Ήταν μια γυναίκα που δεν φοβήθηκε τον χρόνο, που πάλεψε σε δύσκολες εποχές, που πίστεψε στο θέατρο και στον κινηματογράφο, και που άφησε ένα έργο διαχρονικό και αγαπημένο από γενιές θεατών.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *